σφυρίχτρα — η όργανο με το οποίο σφυρίζουμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
πιάστρα — η, Ν 1. κομμάτι από ύφασμα με το οποίο πιάνει κανείς θερμά σκεύη («πιάνω το τσουκάλι με τις πιάστρες») 2. το πιάστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πιασ τού αορ. έ πιασ α τού πιάνω + κατάλ. τρα (πρβλ. σφυρίχτρα)] … Dictionary of Greek
πλατυσμάτιο — το / πλατυσμάτιον, ΝΑ [πλάτυσμα] νεοελλ. (θερμοδυν.) πλατύ μεταλλικό στέλεχος, κατασκευασμένο από εύτηκτο κράμα το οποίο κατά την υπερθέρμανση ενός λέβητα τήκεται και επιτρέπει τη διαφυγή τού ατμού στην ελεύθερη ατμόσφαιρα, με αποτέλεσμα την… … Dictionary of Greek
πόλο — Ιππικό άθλημα, διαδεδομένο από πολύ παλαιά σε όλη σχεδόν την ασιατική ήπειρο. Ο όρος είναι παραφθορά της θιβετικής λέξης πούλου, που σημαίνει μπάλα. Πρώτοι έμαθαν το παιγνίδι Άγγλοι αξιωματικοί που υπηρετούσαν στη Βεγγάλη το 1855 και το 1869 το… … Dictionary of Greek
σουρίχτρα — η, Ν βλ. σφυρίχτρα … Dictionary of Greek
συρίκτρα — και σουρίχτρα, η, Ν η σφυρίχτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρίζω (Ι) / σουρίζω + επίθημα τρα (πρβλ. ξύσ τρα). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κανονισμό Ασκήσεων Πεζικού] … Dictionary of Greek
σφυρίκτρα — η, Ν βλ. σφυρίχτρα … Dictionary of Greek
σύριγγα — I Όργανο που βρίσκεται κοντά στη διακλάδωση της τραχείας όλων σχεδόν των πουλιών και προορίζεται για την παραγωγή των ήχων, επειδή ο λάρυγγας δεν είναι διαμορφωμένος για τον σκοπό αυτό. Είναι προικισμένη με μύες που βρίσκονται στην τραχεία και… … Dictionary of Greek